- μεγαλοπρεπείῃ
- μεγαλοπρέπειαmagnificencefem dat sg (epic ionic)μεγαλοπρέπειαmagnificencefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεγαλοπρέπεια — η (ΑM μεγαλοπρέπεια, ιων. τ. μεγαλοπρεπείη) [μεγαλοπρεπής] 1. λαμπρότητα, επιβλητικότητα, μεγαλείο 2. πλούτος, πολυτέλεια 3. το υψηλό ύφος τού λόγου 4. λέγεται ως προσφώνηση υψηλών προσώπων («ἡ σὴ μεγαλοπρέπεια», Ιουστιν.) … Dictionary of Greek